- επισυνδέω
- ἐπισυνδέω (Α)1. συνδέω στην κορυφή («ἐπισυνδεῑν ἄλλα ξύλα»)2. κάνω κάτι περίπλοκο, μπερδεύω περισσότερο («ταῡτα μὲν οὖν οὐ λύει τὴν ἀπορίαν, ἀλλ’ ἐπιξυνδεῑ μᾱλλον», Θεόφρ.)3. συναρμόζω, συνταιριάζω4. μέσ. ἐπισυνδέομαιβρίσκομαι σε στενή σχέση εξάρτησης.
Dictionary of Greek. 2013.